Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.
Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.
Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.
Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
"High Hopes" is a song from the 1994 Pink Floyd album, The Division Bell, composed by David Gilmour with lyrics by Gilmour and Polly Samson.
Its lyrics speak of the things one may have gained and lost in life,
written from Gilmour's autobiographic perspective. Gilmour has said that
the song is more about his early days, and leaving his hometown behind,
than about the seeds of division supposedly planted in Pink Floyd's
early days.''
*****
Beyond the horizon of the place we lived when we were young
In a world of magnets and miracles
Our thoughts strayed constantly and without boundary
The ringing of the division bell had begun
Along the long road and on down to the causeway
Do they still meet there by the cut
There was a ragged band that followed in our footsteps
Running before time took our dreams away
Leaving the myriad small creatures trying to tie us to the ground
To a life consumed by slow decay
The grass was greener
The light was brighter
With friends surrounded
The nights of wonder
Looking beyond the embers of bridges glowing behind us
To a glimpse of how green it was on the other side
Steps taken forwards but sleepwalking back again
Dragged by the force of some inner tide
At a higher altitude with flag unfurled
We reached the dizzy heights of that dreamed of world
Encumbered forever by desire and ambition
There's a hunger still unsatisfied
Our weary eyes still stray to the horizon
Though down this road we've been so many times
The grass was greener
The light was brighter
The taste was sweeter
The nights of wonder
With friends surrounded
The dawn mist glowing
The water flowing
The endless river
''Οι φύλακες άγγελοι υπάρχουν ακόμα. Μπορει τις περισσότερες φορές να είναι αιθέρια όντα με φτερά και φωτοστέφανο, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρη οτι κάποιες φορές είναι κάτι στρουμπουλοί, πορτοκαλί κεραμιδόγατοι με πράσινα μάτια και κασκόλ γύρω απ' τον λαιμό.''
Ο φίλος μου ο Κώστας μου έκανε την τιμή να συνοδέψει ένα από τα υπέροχα γραπτά του με εικονογραφήσεις μου. δείτε το και στις Αστικές Ασπιρίνες όπως και την υπόλοιπη δουλειά που κάνουν εκεί και ταξιδέψτε με τις υπέροχες μουσικές που μοιράζονται μαζί μας!
Κώστα, σ'ευχαριστώ για όλα!
Λευκή ματιά
που συνοδεύεις τις γεύσεις των ονείρων ,
Μαβιά απόλαυση
σε ξεχασμένες από το ξύπνημα στιγμές .
Ελα .
Ο Νους έζησε βαθιά .
Ποιός ?
Πες μου ποιός σε κατάλαβε ?
Φωτεινή οπτασία
σε μολυσμένες απο τη Ζωή μαγείες .
Ελα .
Κίνηση που ζεύεις τη σιωπή
και το άρμα του ηλίου ιππεύεις,
γυμνή κορφή δύσβατων βουνών ,
με Μανδραγόρες κι Αμανίτες
τον ήλιο και το σκοτάδι γητεύεις .
Ελα. Φίλησέ με .
Ξεπέρασε το Λάθος .
Βγες απο τον γεννέθλιο λόφο της μήτρας
ζωγράφισε την ελπίδα .
Οσμίζονται τα ζώα μυρουδιά
πλάθει η καρδιά τον χτύπο
οι φλέβες αίμα αναζητούν
κι η μουσική τον ήχο .
Πλάσματα δίπλα στην ανάσα μου
όλα όμορφα μα καταδικασμένα
γεύσεις μεσ' την ψυχή μου ,
στα χείλια μου κρυφτήκανε
φιλιά απο σάλιο στεγνωμένα .
Αργήσανε τα λόγια μου
μάττωσε η καρδιά μου
σβηστήκαν τ'αναλόγια
κι όμως υπάρχουν
γραμμένες με σκουριά
παλιές νότες στα όνειρά μου .
Κάπου όμως εκεί ... τα Αλμπατρος δεν ξεκίνησαν Κόκκινα ! Πληγωμένα ! Δεν πέταξαν .
Επεσα στα γόνατα . Μόνος .
Κουλουριασμένος στο σκοτάδι .
σβήνοντας τον πανικό του στήθους μου
σ'ενα δικό σου χάδι .
Κάπου όμως εκεί ... τα Αλμπατρος δεν ξεκίνησαν Κόκκινα ! Πληγωμένα ! Δεν πέταξαν .
Εφυγε η νύχτα και με σφίγγει
σε κρυφή συμφωνία με τα άστρα
προσπαθώ τυφλά
στο κούφιο το μυαλό μου .
Ιδρώνει το κορμί μου που με τον λήθαργο σμίγει
και στης ερημιάς τα κάστρα αντιστέκεται .
Ενιωσα Θαύματα .
Μόνος .
Χαμογέλασα και σου ' πα : Στάσου !
Για θυμήσου . Φέρε τον κόσμο σου να ακουμπήσει τον Δικό μου .
ΤΩΡΑ !!!
Σε ικετεύω
Εχει σκοτάδι η αλήθεια σου Το ξέρω .
Κορμί φλογισμένο
στην γέφυρα της Μαύρης ανίχνευσης μη ζήσεις .
Μη ζητήσεις λησμονιά στο θόρυβο της απάθειας .
Μην κάνεις Δόξα ένα ματτωμένο πρωϊνό
απο καταδικασμένες μετριοφροσύνες .
Αισθήσεις . Συναισθήματα .
Τι κρύβεις στο μυαλό σου ?
Ομορφη πυρωμένη συνείδηση
νιώθεις ψυχή στο θάρρος σου ? τα Αλμπατρος δεν ξεκίνησαν Κόκκινα ! Πληγωμένα ! Δεν πέταξαν .
Κι αν είναι ξέσπασμα οργής
χαλάσματα στις νύχτες
κι αν οι αισθήσεις ατροφούν
και γίνομαι άνθρωπος τρωτός ,
Δεν ξέρω !
Κόλπα της στιγμής το σώμα μου ζητούν .
Διάολε ! Ντρέπομαι αληθινά .
Γυμνός μέσα στης Ζωής τις φούχτες .
“There
is no escape. You can't be a vagabond and an artist and still be a
solid citizen, a wholesome, upstanding man. You want to get drunk, so
you have to accept the hangover. You say yes to the sunlight and pure
fantasies, so you have to say yes to the filth and the nausea.
Everything is within you, gold and mud, happiness and pain, the laughter
of childhood and the apprehension of death. Say yes to everything,
shirk nothing. You are not harmonious, or the master of yourself. You
are a bird in the storm. Let it storm! Let it drive you!”